κολοιτία

κολοιτία
κολοιτία, , a
A tree which grew in the Lipari islands, Cytisus aeolicus, Thphr.HP1.11.2; called [full] κολουτέα, ib.3.17.2 (for 3.14.4 v. κολυτέα);

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κολοιτία — κολοιτίᾱ , κολοιτία tree fem nom/voc/acc dual κολοιτίᾱ , κολοιτία tree fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολοιτία — και έα και κολουτέα και κοιλώτεα, ἡ (Α) 1. είδος δένδρου 2. είδος ιτέας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • κολοιτίαν — κολοιτίᾱν , κολοιτία tree fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολουτέα — (Colutea). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Περιλαμβάνει περίπου 26 είδη φυλλοβόλων θάμνων ή μικρών δέντρων, ιθαγενή της Ευρώπης και της Ασίας. Το πιο συνηθισμένο είδος στην Ελλάδα είναι η κ. η δενδρώδης, γνωστή και με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”